δενδροτομέω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A cut down trees, πρὸς καῦσιν Str.14.6.5, cf. S.E.M. 5.69: but usu.,    2 lay waste a country, Th.1.108: metaph., δ. τὸ νῶτον Ar.Pax747.

German (Pape)

[Seite 546] = δενδροκοπέω, Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροτομέω: δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper les arbres (d’une contrée).
Étymologie: δένδρον, τέμνω.