δημοκρατία
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
(Dor. δᾱμο- SIG360.14 (Chersonesus)), ἡ,
A democracy, popular government, Hdt.6.43, Antipho 6.45, etc.; ἐν δ. D.18.132; δ. καταλυθείσης And.1.95, cf. Th.6.89, Arist.Pol.1279b18, al. II personified, Paus.1.3.2; θυσία τῇ Δ. IG2.741.67; ἄγαλμα τῆς Δ. SIG694.31 (Elaea).
German (Pape)
[Seite 563] ἡ, Volksherrschaft, Demokratie, Thuc. 2, 37 u. sonst; vgl. bes. 6, 89. u. Arist. Pol. 3, 8. 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκρᾰτία: ἡ, ἡ τοῦ λαοῦ κυβέρνησις, πολίτευμα, καθ' ὃ διοικεῖ ὁ λαός, Ἡρόδ. 6. 43, Ἀντιφῶν 146. 39· δ. καταλυθείσης Ἀνδοκ. 12. 42· περὶ τῆς φύσεως αὐτῆς ἴδε Θουκ. 6.89, Ἀριστ. Πολ. 37,5., 4. 4, 12., 6. 1 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gouvernement populaire, démocratie.
Étymologie: δῆμος, κράτος.