δεξιόομαι
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
impf.
A ἐδεξιούμην X.Cyr.7.3.38, Ep. 3pl. δεξιόωντο h.Hom.6.16, A.R.2.756: fut. -ώσομαι A.Ag.852, S.El.976: aor. ἐδεξιωσάμην Lys.2.37, X.Cyr.7.5.53, etc.:—Pass., aor. ἐδεξιώθην Pl.R. 468b: (δεξιά, δεξιός):—greet with the right hand, welcome, c. acc.pers., Ar.Pl.753, Lys.2.37, X.Cyr.7.5.53; canvass, τὸν δῆμον Plu.Cat.Mi. 49: but also c. dat. pers., δεξιοῦσθαι θεοῖς to raise one's right hand to the gods, pay greeting or honour to them, A.Ag.852: also c. dat. modi, δ. χερσί h.Hom. l. c.; ἐπαίνοις S.El.976; δώροις Arist.Mu. 391b8; λόγοις χρηστοῖς καὶ ἔργοις Paus.2.16.2; στόματι Luc.Alex. 41; ὀφθαλμοῖς Lib.Decl.4.18: c. acc. rei, πυκνὴν ἄμυστιν δεξιούμενοι pledging one in many a bumper, E.Rh.419:—Pass., Pl.l.c.; ζῷα δεξιούμενα with right hands joined, IG2.754.33. II δεξιώσασθαι· ἐγγίσασθαι γυναικί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 546] 1) die Rechte flehend zu den Göttern, θεοῖς, erheben, Aesch. Ag. 826; vgl. τῶν δικαστῶν καθ' ἕνα δεξιουμένη Posidipp. Ath. XIII, 591 c. – 2) τινά, Jemanden bei der Rechten fassen, Xen. Cyr. 7, 3, 8; bes. mit dargebotener Rechter bewillkommnen, 2, 4, 18 u. öfter; neben ἀσπάζεσθαι Ar. Plut. 753; στόματι Luc. Alex. 41 u. a. Sp. Aehnl. τίς ἡμᾶς ἰδὼν τοιοῖσδ' ἐπαίνοις οὐχὶ δεξιώσεται Soph. El. 965; vom Abschiednehmen Xen. Cyr. 3, 2, 14; – δεξιοῦσθαι πυκνἡν ἄμυστιν Eur. Rhes. 416, einen Trunk nach dem andern zubringen. – Pass., δεξιωθῆναι Plat. Rep. V, 468 b.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιόομαι: παρατ. ἐδεξιούμην, Ἐπ. γ΄ πληθ. δεξιόωνται Ὕμν. Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 756, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος δεξιάομαι· μέλ. –ώσομαι Αἰσχύλ., Σοφ.· ἀόρ. ἐδεξιωσάμην Λυσ., Ξεν.: ἀποθ. (δεξιά, δεξιός). Χαιρετίζω διὰ τῆς δεξιᾶς χειρός, ὑποδέχομαι, ἀσπάζομαι, (πρβλ. δείκνυμι ΙΙ), μετ’ αἰτ. προσ. Ἀριστοφ. Πλ. 753, Λυσίας 194. 11, Ξεν.· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., δεξιοῦσθαι θεοῖς, ἐγείρω τὴν δεξιὰν μου πρὸς τοὺς θεούς, χαιρετίζω ἢ τιμῶ αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 852· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, δ. χερσὶ Ὕμν. Ὁμ. 5. 16· ἐπαίνοις Σοφ. Ἠλ. 976· δώροις Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, ἐν τέλ.· λόγοις χρηστοῖς Παυσ. 2. 16, 2: ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., πυκνὴν ἄμυστιν δεξιούμενοι, χαιρετίζοντές τινα διὰ πυκνῶν ποτηρίων, Εὐρ. Ρήσ. 419· ― ὁ Πλάτ. Πολ. 486B ἔχει ἀόρ. δεξιωθῆναι ἐπὶ παθ. σημασίας.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. ἐδεξιούμην, f. δεξιώσομαι, ao. ἐδεξιωσάμην, et, au sens Pass. ἐδεξιώθην, pf. inus.
tendre ou lever la main droite pour saluer ou pour prier, d’où
1 saluer ou accueillir amicalement : τινα qqn ; p. ext. accueillir à bras ouverts ; δ. στόματι LUC accueillir en embrassant ; δ. ἐπαίνοις SOPH accueillir avec des éloges;
2 prier, invoquer ; honorer : θεοῖς ESCHL les dieux.
Étymologie: δεξιά.