διάγραμμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A figure marked out by lines, plan, Pl.R.529e: esp. geometrical figure, X.Mem.4.7.3, Pl.Phd.73b, Arist.Cael.280a1, etc. b geometrical proposition, Id.EN1112b21, APr.41b14, Ascl.in Metaph.174.9. 2 in Music, scale, Phan.Hist.17; but ἀφ' ἑνὸς δ. ὑποκρέκειν on one note, Plu.2.55d, cf. Dem.13. 3 horoscope, nativity, Id.Mar.42. 4 map, Jul.Ep.10. II list, register, D. 14.21; inventory, σκευῶν Id.47.36; register of taxable property, PRev.Laws39.17, al. (iii B. C.), Harp., Suid. III ordinance, regulation, GDI5040.64 (Cret.), PEleph.14.27 (iii B. C.), D.S.18.57; τὸ δ. τῶ Ἀντιγόνω OGI7 (Cyme); = Lat. edictum, Plb.22.10.6, Plu.Marc.24.
Greek (Liddell-Scott)
διάγραμμα: τό, (διαγράφω) τὸ διὰ γραμμῶν σημειούμενον, εἰκών, τύπος, σχέδιον, σχῆμα, Πλάτ. Πολ. 529E. 2) γεωμετρικὸν σχῆμα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 3, Πλάτ. Φαίδωνι 73B, κτλ.· πρόβλημα, ζητεῖν καὶ ἀναλύειν, ὥσπερ δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 11, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 16, 5. 3) ἐν τῇ μουσικῇ ἡ διατονικὴ κλῖμαξ, Φανίας παρ’ Ἀθην. 352D· ἀφ’ ἑνὸς διαγράμματος, Πλούτ. 2. 55D. ΙΙ. κατάλογος γεγραμμένος, μητρῷον, κτλ., Λατ. scriptura, Δημ. 183. 20., 1150. 4. ΙΙΙ. ψήφισμα, δόγμα, ἀπόφασις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 64., 2671. 45, Πλούτ. Μαρκέλλ. 24.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. (dessin) :
1 dessin;
2 figure de géométrie;
3 table astrologique;
4 tablature de musicien, échelle musicale ; note de musique;
II. (écriture) :
1 registre, inventaire;
2 édit, décret, décision, en général d’un roi hellénistique, imposant certaines mesures à une cité, soit que celle-ci l’ait sollicité, soit que le roi intervienne d’autorité.
Étymologie: διαγράφω.