διαλυτικός

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt.281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32.    II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5.    III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.

Greek (Liddell-Scott)

διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.