διάπτωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fall, Gal.18(1).506: chiefly metaph., failure, Epicur.Fr.556; ἀγωνία φόβος διαπτώσεως Stoic. 3.98, cf. Phld.Lib.p.280 O., Herc.1251.7, S.E.M.7.423, Plu.2.800a, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διάπτωσις: -εως, ἡ, πτῶσις, ἀποπλάνησις, ἀποτυχία, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 423, Πλούτ. 2. 800Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
chute, faux pas, égarement, erreur.
Étymologie: διαπίπτω.