διασῴζω
English (LSJ)
A preserve through a danger, of persons, Ἀπόλλωνα δ. κατακρύψασα Hdt.2.156; δ. πόλιν E.Ph.783; δ. τινὰ ἐκ κινδύνων Isoc. 1.23:—Med., save for oneself, τὰ πλείστου ἄξια X.Cyr.4.2.28:—Pass., Pl.Ti.22d; come safe through, τοὺς διασωθέντας Id.R.540a, cf. 1 Ep.Pet.3.20, etc.; διασῴζεσθαι ἐς .. or πρός .. to come safe to a place, Th.4.113, X.An.5.4.5, etc.; recover from illness, Id.Mem.2.10.2. II of things, preserve, maintain, ἀνδρὶ τἀμὰ δ. λέχη . . E.Hel. 65; keep in memory, X.Mem.3.5.22; δ. πίστιν τινί Id.HG7.2.17; δ. τὸν πρῶτον λόγον Pl.R.395b, cf. Arist.Ph.189b1; τὰ παλαιά Isoc.10.63:—Med., preserve for oneself, retain, εὐδαιμονίαν, εὐτυχίαν, Th.3.39, 5.16; δόξαν Lys.2.69; τὴν τῶν Μήδων μαλακίαν X.Cyr.8.8.15.
Greek (Liddell-Scott)
διασῴζω: μέλλ. -σώσω, διατηρῶ διὰ μέσου κινδύνου, ἐπὶ προσώπων, Ἀπόλλωνα δ. κατακρύψασα Ἡρόδ. 2. 156 δ. πόλιν Εὐρ. Φοιν. 783· δ. τινὰ ἐξ ἀπορίας Πλάτ. Τιμ. 22D.- Παθ., ἀσφαλῶς διέρχομαι, τοὺς διασωθέντας ὁ αὐτ. Πολ. 540Α· διαςῴζεσθαι εἰς… ἢ πρός…, ἔρχομαι ἀσφαλῶς εἴς τι μέρος, Θουκ. 1.110., 4.113, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 5, κτλ.· ἀναλαμβάνω ἐξ ἀσθενείας, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 10, 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, διατηρῶ, διακρατῶ, ἀνδρὶ τἀμὰ δ. λέχη. Εὐρ. Ἑλ. 65· διαφυλάττω, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 22· δ. πίστιν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 17· διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, δ. τὸν πρῶτον λόγον Πλάτ. Πολ. 395Β· τὰ παλαιὰ Ἰσοκρ. 218D. - Μέσ., διατηρῶ δι’ ἐμαυτόν, κατέχω, τὴν εὐδαιμονίαν Θουκ. 3 39, πρβλ. 5. 16· δόξαν Λυσ. 197. 11.
French (Bailly abrégé)
f. διασώσω, etc.
I. (διά, avec idée de séparation) sauver en tirant de (d’un danger, de la mort, etc.) ; Pass. δ. πρός parvenir à se réfugier vers ; p. anal. se tirer d’une maladie;
II. (διά, avec idée de continuité);
1 conserver jusqu’au bout ; conserver fidèlement : τὴν πίστιν τινί XÉN garder fidèlement sa parole envers qqn, lui rester fidèle ; τὰ παλαιά ISOCR conserver fidèlement les anciennes coutumes ; particul. conserver dans sa mémoire;
2 conserver, tenir en réserve : δ. τι εἰς τοὺς μεγίστους κινδύνους XÉN réserver qch (des exhortations) pour les grands dangers;
Moy. διασῴζομαι;
1 sauver du danger, soustraire au danger, acc.;
2 conserver fidèlement, acc..
Étymologie: διά, σῴζω.