δυσπόρευτος
English (LSJ)
ον,
A hard to pass, πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7; ἀνοδίαι Ph.2.14; ὁδοί D.C.53.22.
German (Pape)
[Seite 687] unwegsam, ἁμάξαις Xen. An. 1, 5, 7; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπόρευτος: -ον, δι' οὗ δύσκολον νά περάσῃ τις, πηλός ταῖς ἁμάξαις δ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser, peu praticable.
Étymologie: δυσ-, πορεύομαι.