δυσώπημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A a means of making one ashamed, and so, a corrective, τῶν ἡμαρτημένων J.BJ1.25.5, cf. D.Chr.Fr.8.
German (Pape)
[Seite 692] τό-das Beschämende, Reue Verursachende, Ios. B. Iud. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
δυσώπημα: τό, μέσον δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= μέσον ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα δυσώπημα σωφροσύνης τέκνωσις Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4.