ἐδάφιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of
A ἔδαφος 4, Alex. Aphr.in Metaph.738.17; τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐ. Dexipp.in Cat.5.14, cf. Eust.1532.63, Tz.H.4.202, Sch.Pi.O.5.1.
German (Pape)
[Seite 715] τό, dim. zum Folgdn, Grundtext, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδάφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔδαφος, χωρίον συγγραφέως ἐν βιβλίῳ, Εὐστ. 1532. 63.