ἐΐσκω

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΐσκω Medium diacritics: ἐΐσκω Low diacritics: εΐσκω Capitals: ΕΪΣΚΩ
Transliteration A: eḯskō Transliteration B: eiskō Transliteration C: eisko Beta Code: e)i/+skw

English (LSJ)

poet. Verb,

   A only pres. and impf. (exc. fut. εἴξω, τίνι [σε] εἴξομεν; Jul.Or.2.52d) :—make like (cf. ἴσκω), αὐτὸν..ἤϊσκεν δέκτῃ he made him like a beggar, Od.4.247, cf. 13.313 :—Pass., δέμας ῖσον ἐΐσκετό τινι he became like, Nonn.D.4.72.    II deem like, liken, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει Od.20.362, cf. 11.5.181; Ἀρτέμιδί σε..ἐΐσκω I compare thee to her, Od.6.152, cf. Il.3.197, Sapph.Supp.13.5, Ibyc. Oxy. 1790.45; οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω I do not deem thee like, i.e. take thee for, a wise man, Od.8.159.    2 c. acc. et inf., deem, suppose, οὔ τί σ' ἐΐσκομεν..ἠπεροπῆα ἔμεν 11.363, cf. Il.13.446; ἄντα σέθεν γὰρ Εάνθον..ἠΐσκομεν εῖναι 21.332, cf. Theoc.25.199.    3 abs., ὡς σὺ ἐΐσκεις as thou deemest, Od.4.148. (Ϝε-ϝίκ-σκω, cf. (ϝ) έ- (ϝ) οικ-α, (ϝ) ε- (ϝ) ικ-υῖα.)

Greek (Liddell-Scott)

ἐΐσκω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ *εἴκω, ἔοικα, πρβλ. δικεῖν, δίσκος): - καθιστῶ ὅμοιον, (πρβλ. ἴσκω), αὐτὸν... ἤϊσκεν δέκτῃ, κατέστησεν ὅμοιον πρὸς ἐπαίτην, Ὀδ. Δ. 247, πρβλ. Ν. 313: - Παθ., δέμας ἶσον ἐΐσκετό τινι, κατέστη ὅμοιος, Νόνν. Δ. 4. 72, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. ΙΙ. θεωρῶ τι ὅμοιον πρός, παρομοιάζω, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, «τὰ γὰρ κατ’ οἶκον νυκτὶ εἰκάζει» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 362, πρβλ. Ἰλ. Ε. 181· Ἀρτέμιδί σε... ἐΐσκω, σὲ παρομοιάζω πρὸς τὴν Ἄρτεμιν, Ὀδ. Ζ. 152, πρβλ. Ἰλ. Γ. 197· οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων, δέν σε νομίζω ὡς ἄνθρωπον ἔμπειρον τῆς ἀθλητικῆς, «τὸ δαήμων ἄθλων, περίφρασίς ἐστι τοῦ ἀθλητὴρ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 159. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. θεωρῶ, ὑποθέτω, οὔ σε ἐΐσκομεν... ἠπεροπῆα ἔμεν Λ. 363, πρβλ. Ἰλ. Ν. 446· ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον... ἠΐσκομεν εἶναι Φ. 332, πρβλ. Θεόκρ. 25. 199. 3) ἀπολ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, καθὼς σὺ νομίζεις, Ὀδ. Δ. 148· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἤϊσκον;
1 rendre semblable : αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ OD il se donnait l’air d’un mendiant;
2 juger semblable ; assimiler, comparer : τινά τινι une personne à une autre;
3 p. ext. juger, penser : ὡς σὺ ἐΐσκεις OD comme tu le penses.
Étymologie: pour *ἐΐκ-σκω de *Ϝε-Ϝίκ-σκω, de la R. Ϝικ être semblable ; cf. *εἴκω, ἴσκω.