ατος, τό,
A = ἐντολή, LXXIs.29.13, Ev.Matt.15.9, al.
[Seite 853] τό, der Auftrag, Befehl, Sp.
ἔνταλμα: τό, = ἐντολή, ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ.