συγκρίνω

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

[ῑ],

   A bring into combination or aggregation, opp. διακρίνω, Emp. ap. Arist.Metaph.985a24, cf. 984a10, Epich.[245]; σ. [τὴν ὄψιν] Pl.Ti.67d, cf. Ti.Locr.101c; τὰ συγκρινόμενα bodies which are formed by combination, Anaxag.4, cf. Pl.Phd.72c, Prm.157a; συνεκρίθη, συνέστη Hp.Epid.6.2.25; συγκρίνεσθαι εἰς ὕδωρ, of vapour, Arist.Mete.370a30, cf. 350a13; ἐξ οὗ συνεκρίθη of which it was formed, Placit.5.3.1(nisi leg. ἀπεκρίθη).    2 combine, συγκρινόμενος τούτοις καὶ ὁ Ἑρμῆς Cat.Cod. Astr. 2.164.    II compare, τι πρός τι Arist.Rh.1368a21, Pol.1295a27, cf. Thphr.CP1.8.2, Philem.109; κάλυκας βάτῳ AP12.204 (Strat.); ἑαυτόν τινι Plu.CG4, cf. 2 Ep.Cor.10.12; σ. τι ἐκ παραθέσεως Plb.12.9.1; σ. τὰ λεγόμενα compare and examine them, Id.14.3.7, cf. Arist. EN1165a32; μή με τάφῳ σύγκρινε do not measure, estimate me by my tomb, AP7.137:—Pass., ὁ Ἐπικούρου βίος τοῖς τῶν ἄλλων -όμενος Epicur.Sent.Vat.36:—Med., measure oneself with another, strive or contend, τινι D.S.4.14; εἰς ἅμιλλαν Id.1.58; a usage censured by Luc.Sol.5, Thom.Mag. p.345 R.    III interpret, τὰ λεγόμενα Plb. 14.3.7, cf. 1 Ep.Cor.2.13; esp. σ. ἐνύπνια interpret dreams, LXX Ge.40.8, al.    IV decree, ζημίας, ἧς ἂν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ PPetr.3p.69 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.355.102, al. (iii B.C.); decide, ib.371.14 (iii B.C.); τί ποιήσωσιν LXX Nu.15.34; ἐν τόπῳ ὃν ἂν -κρίνῃ ὁ ἀρχιτέκτων Inscr.Prien.119.25 (i B.C.); also εἰς ὃν ἂν σ. τ. ὁ ἀ. ib.107.44 (ii B.C.); give judgement, c. inf., PEnteux.62.11 (iii B.C.), PFay. 12.30 (ii B.C.):—Pass., ἐπιτελέσαι καθότι συγκέκριται BGU1827.13 (i B.C.); τῶν συγκεκριμένων ἀπαιτεῖν α (ἔτους) ἐκφόριον the lands for which it has been decided to demand one year's rent, PTeb.61 (b).1 (ii B.C.); ἡ συγκριθησομένη τροφή which shall be adjudged, OGI56.71 (Canopus, iii B.C.); ὅσον ἂν συγκριθῇ ἱκανὸν εἶναι δίδοσθαι Sammelb. 7450.11 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 969] (s. κρίνω), zusammensetzen, verbinden, vereinigen, vgl. Pors. Eur. Med. 136; τίς συνέκρινε κάλυκας βάτῳ, Strat. 46 (XII, 204); Ggstz von διακρίνω, Plat. Tim. 67 d Parm. 157 a u. oft; zusammenhalten und vergleichen, τὶ πρός τι, Arist. rhet. 1, 9; Pol. 6, 36, 8; vgl. Lob. Phryn. 278; dah. messen, beurtheilen, μή με τάφῳ σύγκρινε, Ep. ad. 619 (VII, 137); τὶ ἐκ παραθέσεως, Pol. 12, 10, 1, u. oft. Vgl. noch Luc. Soloec. 5.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρίνω: [ῑ], χωρίζω καὶ ἐκ νέου συντίθημι, καθόλου, σχηματίζω διὰ συμπήξεως, συντίθημι, ἀντίθετον τῷ διακρίνω, Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 6, πρβλ. 1. 3, 8, Ἐπίχ. 126 Ahr., Τίμαιος Λοκρ. 101C, Πλάτ. Τίμ. 67D, κτλ.· μάλιστα ἐν τῇ φυσικῇ, τὰ συγκρινόμενα, εἶναι σώματα ἐν τῷ σχηματίζεσθαι διὰ συμπήξεως, Ἀναξαγ. 3, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 72C, Παρμ. 157Α· συνεκρίθη, συνέστη Ἱππ. 1170Η· συγκρίνεσθαι εἰς ὕδωρ, ἐπὶ ἀτμῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 20, πρβλ. 1. 13, 12· ἐξ οὗ συνεκρίθη, ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη, Πλούτ. 2. 905Α. ΙΙ. παραβάλλω, τι πρός τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, Πολιτ. 4. 11, 1, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Λοβ. εἰς Φρύν. 278, τινί τι Ἀνθ. Παλατ. 12. 204· ἑαυτόν τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4, Κ. Δ.· συγκρ. τι ἐκ παραθέσεως Πολύβ. 12. 10, 1· σ. τὰ λεγόμενα, παραβάλλω καὶ ἐξετάζω, ὁ αὐτ. 14. 3, 7, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 9 μή με τάφῳ σύγκρινε, μὴ κρῖνέ με ἐκ τοῦ τάφου, Ἀριστ. Π. 7. 137· ― Παθητ., μετρῶ ἐμαυτὸν πρὸς ἕτερον, παραβάλλω ἐμαυτὸν πρὸς ἄλλον, ἀγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι, τινι Διόδ. 4. 14· εἰς ἅμιλλαν ὁ αὐτ. 1. 58· ― τὴν χρῆσιν ταύτην ψέγει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 5, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 821. ΙΙΙ. σ. ἐνύπνια, ἑρμηνεύω ἐνύπνια, Ἑβδ. (Γέν. Μ΄, 8).

French (Bailly abrégé)

1 assembler, combiner, unir ; Pass. être formé par la réunion de plusieurs parties;
2 rapprocher, comparer : τι πρός τι une chose à une autre ; ἑαυτόν PLUT se comparer à qqn;
Moy. συγκρίνομαι se mesurer avec un autre.
Étymologie: σύν, κρίνω.