σωφρονέω

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονέω Medium diacritics: σωφρονέω Low diacritics: σωφρονέω Capitals: ΣΩΦΡΟΝΕΩ
Transliteration A: sōphronéō Transliteration B: sōphroneō Transliteration C: sofroneo Beta Code: swfrone/w

English (LSJ)

poet. σᾰοφ- Opp.H.3.446, AP5.301.11 (Agath.):—

   A to be sound of mind, Hdt.3.35, Ev.Marc.5.15, Gal.15.449; ὃς ἦν φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν Babr.90.4.    2 to be temperate, moderate, show self-control, Heraclit.112,116 (v.l.), A.Pr.982, Pers.829, IG12.22.69, Antipho 2.2.5, Th.8.24, Pl.Phdr.244a, X.Cyr.8.1.30; τὸ σωφρονεῖν, = σωφροσύνη, A.Ag.1425, cf. 181, Ar.Nu.1061, 1071; ἐς Ἀφροδίτην σ. E.IA1159, cf. Ba.314 (s. v.l.); περὶ τοὺς θεούς X.Mem.1.1.20; of soldiers, σ. καὶ εὐτακτεῖν ib.3.5.21, cf. Lys.12.47; σ. καὶ ὁμονοεῖν And.1.109; opp. ὑπερφρονέω, Ep.Rom.12.3: with a part., πέμποντες σωφρονοῖμεν ἄν Pl.Men.90d.    3 come to one's senses, learn moderation, Hdt.3.64; σ. ὑπὸ στένει A.Eu.521 (lyr.); σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ ib.1000 (lyr.); οὐ σωφρονήσεις; S.Aj.1259; ἐσωφρόνησας Id.Ph.1259; σεσωφρονηκώς when he had recovered his senses, Pl. Phdr.241b.    4 Pass., τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ μοι things I had done with discretion, Aeschin.2.4.

German (Pape)

[Seite 1062] poet. σαοφρονέω, gesunder Seele, gesundes Geistes sein, bei gesundem, nüchternem Verstande sein, dah. klug, besonnen sein, bes. ohne Leidenschaften, enthaltsam, mäßig sein; γνώση διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν, Aesch. Ag. 1399, vgl. 1603; Prom. 984 u. öfter, wie Soph., z. B. εἴθ' ὐμιν ἀμφοῖν νοῦς γένοιτο σωφρονεῖν Ai. 1243, οὐ σωφρονήσεις; 1238; Eur., Ar. u. in Prosa; Ggstz von μαίνεσθαι, Plat. Phaedr. 244 a; νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν, 231, l; σεσωφρονηκώς, 241 b, u. öfter; Ggstz von ὑβρίζειν, Xen. Cyr. 8, 1, 30; auch = im Gehorsam bleiben, Ggstz des aufrührerischen Abfalles, 3, 2, 7 An. 7, 7, 30; öfter εἰ σωφρονεῖτε, wenn ihr klug seid.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονέω: ποιητικ. σᾰοφ-, Ὀππ. Ἁλ. 3. 446, Ἀνθ. Π. 5. 302. Ἔχω σώας τὰς φρένας, Ἡρόδ. 3. 35· ὃς ἦν φορητὸς οὐδὲ σωφρονῶν Βάβρ. 90, 4. 2) εἶμαι σώφρων, φρόνιμος, δείκνυμαι κύριος ἐμαυτοῦ, ἀντίθετον τῷ μαίνεσθαι, ὑβρίζειν, κλπ., Αἰσχύλ. Πρ. 982, Πέρσ. 829, Ἀριστοφ. Νεφ. 1061, 1071, Ἀντιφῶν 117. 14, Θουκ. 8. 24, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Α, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 30, πρβλ. ὑπερφρονέω· τὸ σωφρονεῖν = σωφροσύνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1425, πρβλ. 180· ― σ. ἐς Ἀφροδίτην Εὐρ. Ι. Α. 1159· περὶ τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 20· ― ἐπὶ στρατιωτῶν, σ. καὶ εὐτακτεῖν αὐτόθι 3. 5, 21· σ. καὶ ὁμονοεῖν Ἀνδοκ. 14 ἐν τέλει· μετὰ μετοχῆς· πέμποντες σωφρονοῖμεν ἂν Πλάτ. Μένων 90D. 3) συνέρχομαι, γίνομαι κύριος ἐμαυτοῦ, Ἡρόδ. 3. 64· σ. ὑπὸ στένει Αἰσχύλ. Εὐμ. 520· σωφρονοῦντες ἐν χρόνῳ αὐτόθι· οὐ σωφρονήσεις; Σοφ. Αἴ. 1259· ἐσωφρόνησας ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1259· σεσωφρονηκώς, ὅταν ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, ὅταν συνέλθῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β. 4) Παθ., τὰ σεσωφρονημένα ἐν τῷ βίῳ μοι, τὰ σωφρόνως πεπραγμένα, Αἰσχίν. 28. 21. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
litt. avoir l’esprit ou le corps sain :
1 être sensé, prudent, sage, avisé;
2 être tempérant, sobre, raisonnable;
3 être sage ou modéré dans ses désirs, être simple, modeste ; montrer des sentiments d’humilité.
Étymologie: σώφρων.