συσχηματίζω

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσχημᾰτίζω Medium diacritics: συσχηματίζω Low diacritics: συσχηματίζω Capitals: ΣΥΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: syschēmatízō Transliteration B: syschēmatizō Transliteration C: syschimatizo Beta Code: susxhmati/zw

English (LSJ)

   A correct, remodel, σ. [τοὺς ὁρισμοὺς] πρὸς τὸ . . ἔχειν ἐπιχείρημα Arist.Top.151b8; τὰ φαντάσματα Plu.2.83c:—Pass., form oneself after another, to be conformed to his example, πρός τινας ib. 100f; τῷ αἰῶνι τούτῳ Ep.Rom.12.2, cf. 1Ep Pet.1.14.    II Astron., in Pass., to be similarly situated, Ptol.Phas.p.12 H., Tetr.34, S.E. M.5.33, Vett.Val.42.22, al.

German (Pape)

[Seite 1046] mit, zugleich wonach bilden, gestalten, τὶ πρός τι, Arist. top. 6, 14; med. sich wonach bilden, richten, ἡ κακία πρὸς ἑτέρους συσχηματιζομένη, Plut. de virt. et vit. M.; – ἀλλήλοις, von den Gestirnen, eine Stellung gegen einander annehmen, S. Emp. adv. astrol. 33. 40.

Greek (Liddell-Scott)

συσχημᾰτίζω: σχηματίζω τι συμφώνως πρὸς ἕτερον, συνδιαπλάσσω, συμμορφῶ, σ. τι πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 4· ἀπολ., Πλούτ. 2. 83Β· - Παθητ., συμμορφοῦμαι πρός τινα, ἀκολουθῶ τὸ παράδειγμά τινος, πρός τινα Πλούτ. 2. 100F· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 20· τινι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 2, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 14, Κλήμ. Ἀλεξ. 194· ἐπὶ ὑποκριτῶν θεατρικῶν ἢ ἐπὶ ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) τ. 5, σ. 610. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἵσταμαι ἐν ἀμοιβαίᾳ ἀντιθέσει, Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 33, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 142· ὅθεν συσχημᾰτισμός, ὁ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 30· συσχημάτισις, ἡ, Πρόκλ.

French (Bailly abrégé)

figurer ou façonner sur le modèle de, conformer;
Moy. συσχηματίζομαι se conformer à, se modeler sur, avec πρός et l’acc..
Étymologie: σύν, σχηματίζω.