πεισμονή

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισμονή Medium diacritics: πεισμονή Low diacritics: πεισμονή Capitals: ΠΕΙΣΜΟΝΗ
Transliteration A: peismonḗ Transliteration B: peismonē Transliteration C: peismoni Beta Code: peismonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A persuasion, Ep.Gal.5.7, cf. PMag.Par.2.274, PLond.5.1674.36 (vi A. D.).    2 confidence, ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη π. A.D.Synt.299.17.    II quality of a cable, pertinacity, Eust.28.24, 741.8, etc.

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πεισμονή: ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, κατάπεισις, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ ἰδιότης καλῳδίου, ἐπιμονή, ἐμμονή, Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = πεισματικός, ἤ, ὅν, = πεισματικός, Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
persuasion ; confiance.
Étymologie: πείθω.