μολύνω
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
fut. -
A ῠνῶ LXX Ca.5.3: aor. ἐμόλῡνα ib.Ge.37.31: pf. μεμόλυγκα Choerob.in Theod.2.68:—Pass., fut. μολυνθήσομαι LXX Za.14.2: aor. 1 ἐμολύνθην ib.Si.22.13: pf. μεμόλυσμαι ib. 1 Es.8.83, Epict. Ench.33, J.AJ3.6.1, μεμόλυμμαι LXX Is.65.4, Choerob.in Theod.2.186:—stain, sully, defile, τὴν ὑπήνην Ar.Eq.1286; ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Arist.HA571b18, cf. Theoc.20.10; simply, sprinkle, ἀλεύρῳ Sotad. Com.1.24; make a beast of, τινας (of Circe) Ar. Pl.310; defile, debauch, παῖδα Theoc.5.87: metaph., χεῖρας ἁρπαγῇ J.Vit.47:—Pass., become vile, disgrace oneself, Isoc.5.81; μετὰ γυναικῶν Apoc.14.4; ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι wallow in ignorance, Pl.R.535e; ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Muson.Fr.18b p.101 H.; ἡ συνείδησις αὐτῶν μολύνεται 1 Ep.Cor.8.7. 2 stain, dye, χιτωνίσκον αἵματι J.AJ2.3.4:— Pass., ἔρια μεμολυσμένα ἄνθεσι ib.3.6.1. II v. μωλύω.
German (Pape)
[Seite 200] besudeln, beflecken; τὴν ὑπήνην, Ar. Equ. 1283, μολύνουσα τοὺς ἑταίρους, Plut. 310, beide Male im obscönen Sinne, ἑαυτοὺς πηλῷ, von Schweinen, Arist. H. A. 6, 18; τούτων ἀποκνίσας τὰ κρανία ἐμόλυν' ἀλεύρῳ, Sotad. b. Ath. VII, 293 d, mit Mehl bestreuen; übertr. sagt Plat. ἡ ψυχή, ἣ ἂν εὐχερῶς ὥςπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται, die sich in Unwissenheit, wie ein Schwein im Kothe wälzt, Rep. VII, 535 e; vgl. Isocr. 5, 81. – Uebh. beschimpfen, entehren, herabwürdigen, Sp., die auch das perf. pass. μεμόλυσμαι bilden, Epict. ench. 33, 6, Schol. Ap. Rh. 4, 681; vgl. Schäf. daselbst p. 236. S. auch μωλύω.
Greek (Liddell-Scott)
μολύνω: [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ: πρκμ. παθ. μεμόλυσμαι, καὶ παρὰ μεταγ. μεμόλυμμαι Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 276· (ἴδε μέλας). «Λερώνω», καὶ μ. τὴν ὑπήνην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1286 ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· - ἁπλῶς πάσσω, τὰ κρανία ἐμόλυν’ ἀλεύρῳ Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24· - μολύνουσαν, μεταβάλλουσαν εἰς κτήνη, Ἀριστοφ. Πλ. 310· ὡσαύτως ἀτιμάζω, διαφθείρω γυναῖκα, Θεόκρ. 5. 87. - Παθ., γίνομαι μιαρός, ἀχρεῖος, ἀτιμάζω ἐμαυτόν, Ἰσοκρ. 98C· ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθείᾳ μολύνομαι, κυλίομαι ἐν τῇ ἀμαθείᾳ ὡς χοῖρος ἐν βορβόρῳ, Πλάτ. Πολ. 535Ε· ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 47 κέρδει Συνέσ. 168D· πρβλ. μορύσσω. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος, «μισομαγειρεύω», «ψήνω» αὐτὸ μόνον κατὰ τὸ ἔξω μέρος, πάσχει... ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μολυνόμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 7, 4 (ἄνευ διαφ. γραφῆς)· ἀλλ’ ἐν Μετεωρ. 4. 3, 18 ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει, σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα τῶν ἑφθῶν, ἴδε ἐν λέξει μόλυνσις ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. μολυνῶ, ao. ἐμόλυνα, pf. μεμόλυγκα ; pf. Pass. μεμόλυμμαι ou μεμόλυσμαι;
salir, souiller, tacher, acc. ; Pass. être sali, se salir : fig. τινί, par le contact ou la fréquentation de qqn ; particul. souiller, polluer, acc. .
Étymologie: DELG on peut restituer *μόλος, cf. skr. mála « saleté, ordure » ; pê apparenté à μέλας.