μωρός

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρός Medium diacritics: μωρός Low diacritics: μωρός Capitals: ΜΩΡΟΣ
Transliteration A: mōrós Transliteration B: mōros Transliteration C: moros Beta Code: mwro/s

English (LSJ)

ά, όν, Att. μῶρος Hdn.Gr.1.192: μῶρος as fem., E.Med.61, but acc.

   A μῶραν Herod.5.17 (s. v.l.):—dull, sluggish, of the nerves, Hp.Genit.2; χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται [τῶν σφηκῶν] Arist.HA628a6.    2 of persons, dull, stupid, μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά Simon.57.6, cf. S.Ant.220, 470, Isoc.5.94, LXXSi.18.18, al., Ev.Matt.7.26, etc.: Comp. in prov., μωρότερος Μορύχου Sophr.74: Sup., X.An.3.2.22.    b in a religious sense, λαὸς μ. καὶ ἀκάρδιος LXXJe.5.21,al.    3 of things, δέδοικα μῶρον πυραύστου μόρον A.Fr.288; μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου S.OT540; τὸ μ. folly, E.Hipp. 966; τὸ μ. τοῦ θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί 1 Ep.Cor.1.25; μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, S.Aj.594, OT433, Ant.469; μῶρα . . μῶρος λέγει E.Ba.369, cf. LXXIs.32.6; μ. βουλεύεσθαι Ar.Ec.474.    b μ. ἀνάγκη blind necessity, Epicur.Nat.101 G.    4 of taste, insipid, flat, Com. Adesp.596, Diocl.Fr.138, Dsc.4.19.    II Adv. -ρως X.An.7.6.21. (Cf. Skt. mūrás 'idiot'.)

German (Pape)

[Seite 226] att. μῶρος, vgl. Arcad. 96, 13, Eust. u. A., eigtl. stumpf, träge, stumpfsinnig, daher übh. dumm, thöricht, einfältig; Aesch. frg. 298; οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς θανεῖν ἐρᾷ, Soph. Ant. 220, u. öfter von Menschen; aber auch von Sachen, οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου, O. R. 540; μῶρά μοι δοκεῖς φρονεῖν, Ai. 591; τὸ μῶρον, die Thorheit, Eur. Hipp. 966 u. öfter; Plat. Lach. 197 a Legg. IX, 857 d; τοῦτο μωρότατον πεποιήκασιν, Xen. An. 3, 2, 13; N. T.; im Ggstz von φρόνιμος, Luc. u. Plut.; auch von Sinneneindrücken, bes. fade von Geschmack, Diosc. – Das adv. tadelt Poll. 5, 121; Xen. An. 7, 6, 21 schreibt Krüger οὕτω μωρὸς ἐξαπατώμενος. (Die Ableitung der Alten von μὴ ὁρᾶν ist unwahrscheinlich.)

Greek (Liddell-Scott)

μωρός: -ά, -όν, Ἀττ. μῶρος (Ἀρκάδ. 69. 13), μῶρος ὡς θηλ., Εὐρ. Μήδ. 60· ― κυρίως νωθρός, ἀμβλύς, ἄτονος, ἐπὶ τῶν νεύρων, Ἱππ. 232. 25· χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται τῶν σφηκῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 4. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀμβλύς, νωθρός, ἀνόητος, ἄφρων, Σιμωνίδ. 6. 7, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 303· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀντ. 220, 470, κτλ.· ― τὸ μωρόν, μωρία, ἀνοησία, Εὐρ. Ἱππ. 966. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 540, κτλ.· μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 594, ἐν Ο. Τ. 433, ἐν Ἀντ. 469, Εὐρ. Βάκχ. 369· βουλεύεσθαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 474. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἀνούσιος, ἄνοστος, Λατ. fatuus, Κωμικ. Ἀνών. 220, Διοσκ. 4. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. μώρως καὶ -ρῶς, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, εὐήθως, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 21, Πολυδ. Ε΄, 121, κλ. (Ἐντεῦθεν: μωρία, μωραίνω, μωρόομαι· πρβλ. Λατιν. morus, morio, morosus· ὁ Pictet παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τῶν Βεδῶν mûras (stultus)).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
att. μῶρος, α ou ος, ον :
émoussé, hébété ; au mor. sot, fou, insensé ; τὸ μῶρον EUR les désirs impurs;
Sp. μωρότατος.
Étymologie: cf. μῶλυς.