ἐνδημέω
English (LSJ)
Dor. ἐνδᾱμέω,
A live at or in a place, Lys.9.5, IG12(5).534.6 (Ceos, ii B. C.); simply, stay, remain in a place, μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Aen.Tact.10.11; ἐνδημῶν καὶ ἀποδημῶν Mitteis Chr.284.3 (ii B. C.), etc.: metaph., ὁ θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχήν Charito6.3; ἐ. ἐν τῷ σώματι, πρὸς τὸν Κύριον, 2 Ep.Cor.5.6,8.
German (Pape)
[Seite 833] im Lande sein, daheim sein, Lys. 9, 5 u. Sp. – Auch übertr., ἐνδεδήμηκεν ὁ θεὸς εἰς τὴν ἐμὴν ψυχήν Charit. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδημέω: Δωρ. ἐνδᾱμέω, διαμένω, διατρίβω ἔν τινι τόπῳ λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Πολύαινος ἐνδημοίη Λυσ. 114. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 2357β· μέχρι ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Αἰνείας Τακτ. 10. σ. 3· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδημῶ, τῶν γὰρ Ἀθανασίου συμμετέσχεν ἱδρώτων, καὶ ἐνδημοῦντι καὶ ἀποδημοῦντι συνῆν Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4· μεταφ., ὁ Θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχὴν Χαρίτων 6. 3, πρβλ. Ἐπιστ. Β΄ π. Κορ. ε΄, 6 καὶ 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être établi ou séjourner dans un pays.
Étymologie: ἐν, δημέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνδαμ- SIG 398.37 (Cos III a.C.), Hsch.
1 residir, habitar, estar establecido en estancia prolongada, ref. extranjeros asentados en ciudad ajena τοὺς πολίτας καὶ τοὺς παροίκους καὶ τὸς ἄλλος τὸς ἐνδαμεῦντας ἐγ Κῶ SIG l.c., cf. IG 12(7).22.11 (Amorgos III a.C.), ἐνδημῶν ἐν τῇ πόλει ἡμῶν ἀπὸ χρόνων SEG 31.576.11 (Larisa II a.C.), παραγενόμενος εἰς Δῆλον καὶ ἐνδημήσας πλείω χρόνον εὐτάκτως IG 11(4).750.6 (II a.C.), cf. 12(5).534.6 (Ceos II a.C.).
2 residir temporalmente, alojarse ref. a pers. que se encuentran de paso o en estancias gener. breves: embajadores μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Aen.Tact.10.11, cf. I.AI 14.231, artistas FD 3.129.3 (I d.C.), τὰ ἐνδ[ημ] ήσαντα πάντα ἀκροάματα IStratonikeia 210.9 (II d.C.), peregrinos en santuarios SIG 1157.80 (Corope II/I a.C.), profesores y alumnos ἀτελεῖς εἶναι τοὺς μαθητὰς καὶ διδασκάλο<υ>ς οἳ ἐνδημοῦσιν ... εἰς τὴν πόλιν παιδεύοντες ILampsakos 8.3 (IV/III a.C.), sacerdotes, magistrados y altos funcionarios ἔτι ἐνδημούντων παρὰ τῷ βασιλεῖ τῶν ἐκ τῆς χώρας παραγινομένων πρὸς αὐτὸν κατ' ἐνιαυτὸν ἱερέων OGI 56.48 (Tanis III a.C.), ἐνδημῶν τε πολλάκις εἰς τὴν πόλιν IGBulg.12.43.14 (Odesos I a.C.), ἐνδημήσαντος τοῦ ταμίου IIl.10.3 (I a.C.), πρὸς τὸν ἐνδημοῦντα τῶν ὑπάτων D.H.5.54, ἐνδημοῦντος τοῦ ἀνθυπάτου ἐν Περγάμῳ A.Mart.2.1, particulares ἃς ἂν ἐνδημῇ ἡμέρας durante los días que dure su estancia, PCair.Zen.522.21 (III a.C.), cf. PCair.Zen.488.1, PLond.1954.9, PLugd.Bat.20.30.13 (todos III a.C.).
3 estar en la ciudad, permanecer en la ciudad de ciudadanos y gener., Lys.9.5, ISmyrna 573.80 (III a.C.), Plu.2.578e, op. ἀποδημέω ‘estar de viaje’, ‘estar’ o ‘irse fuera’ ἔχον ἐξουσίαν ἐνδημεῖν, ἀποδημεῖν [καὶ μετοι] κεῖν SEG 26.691.5 (Tesalia II/I a.C.), en cláusulas de contratos ἐνδημῶν καὶ ἀποδημῶν tanto si se encuentra en la ciudad como de viaje, PTeb.104.17 (I a.C.), cf. PMonac.62.3 (II a.C.).
4 fig., esp. en aor. establecerse, aposentarse para permanecer θαρροῦμεν ... ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν κύριον 2Ep.Cor.5.8, cf. 6, SEG 37.479 (Tesalia V/VI d.C.), de Cristo ὅτε ἐνεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει Epiph.Const.Haer.27.6.9, cf. Narr.Ios.4.3
•en perf. estar aposentado ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχὴν πολὺς καὶ σφοδρὸς Ἔρως Charito 6.3.2.