ἀνεύθετος

Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ον,

   A inconvenient, λιμὴν ἀ. πρὸς παραχειμασίαν Act.Ap. 27.12.

German (Pape)

[Seite 227] nicht gut angeordnet, nicht wohl angepaßt, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύθετος: -ον, ὁ μὴ εὔθετος, ἀκατάλληλος, ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mal situé, peu convenable.
Étymologie: ἀ, εὔθετος.

Spanish (DGE)

-ον
inconveniente ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν como el puerto no fuera adecuado para invernar, Act.Ap.27.12.