ἔνδυμα

From LSJ
Revision as of 12:00, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδῡμα Medium diacritics: ἔνδυμα Low diacritics: ένδυμα Capitals: ΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: éndyma Transliteration B: endyma Transliteration C: endyma Beta Code: e)/nduma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐνδύω)

   A garment, IG12(5).593A4 (Iulis, V B.C.), Men.Pk.269, LXX 4 Ki.10.22,al., BCH6.25 (Delos, ii B. C.), PFay.12.20 (ii B. C.), Str.3.3.7, Ev.Matt.7.15, Plu.Sol.8, Porph.Abst.1.31, etc.; covering, τῶν ἀστῶν Gal.19.367, prob. in Hp.Cord.8.

German (Pape)

[Seite 836] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδῠμα: τό, (ἐνδύω) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἐνδύω.

Spanish (DGE)

(ἔνδῡμα) -ματος, τό

• Prosodia: [-ῠ- AP 6.280]
1 vestido, vestidura, vestimenta frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario Sokolowski 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.Ep.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos! Men.Pc.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas ofrecidas a Ártemis AP l.c., cf. PCair.Zen.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4Re.10.22, cf. 2Re.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura LXX Pr.31.22, cf. ID 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.AI 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.BI 6.389, cf. 5.232, Plu.Sol.8, Pythag.Ep.3.1, Chrys.Iob 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro PMag.35.20
fig. vestidura, envoltura τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent.449, cf. Porph.Abst.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra ref. Cristo A.Phil.11.9, cf. Hom.Clem.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.Dial.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo Herm.Mand.12.1.1, βάπτισμα ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.Procatech.16.
2 disfraz, apariencia ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων Eu.Matt.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad Gr.Naz.M.36.136B.
3 medic. envoltura τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.Cord.8.