κοράσιον
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
τό, in later Gr., Dim. of κόρη,
A little girl, maiden, Philippid.36, AP9.39 (Music.), IG7.3325 (Chaeronea), GDI1705, al. (Delph.), PStrassb.79.2 (i B. C.), LXX Ru.2.8, Ev.Matt.9.24, etc. [ᾱ, APl.c.]
Greek (Liddell-Scott)
κοράσιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, ὡς καὶ νῦν, μικρὰ κόρη, παρθένος, «κορίτσι», λέξις μεταγενεστέρα, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀνθ. Π. 9. 39, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1608f, Ἑβδ., Καιν. Διαθ., κτλ.· πρβλ. Sturz Μακ. Διάλ. σ. 42 κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. ᾱ, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ..
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fille.
Étymologie: dim. de κόρη.