κύπτω

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπτω Medium diacritics: κύπτω Low diacritics: κύπτω Capitals: ΚΥΠΤΩ
Transliteration A: kýptō Transliteration B: kyptō Transliteration C: kypto Beta Code: ku/ptw

English (LSJ)

fut.

   A κύψω LXX Ps.9.31 (10.10): aor. ἔκυψα (v. infr.): pf. κέκῡφα Hp.Steril.217:—bend forward, stoop, πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ' ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Il.4.468; ἔλαβεν . . κύψας ἐκ πεδίοιο 17.621, cf. 21.69; ὁσσάκι γὰρ κύψει' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων κτλ. Od.11.585; κ. ἐστὴν γῆν Hdt.3.14; κάτω κ. Ar.V.279 (lyr.), Thphr.Char.24.8; κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Pl.R.586a; χαμᾶζε Plu.Ant.45: freq. in aor. part. with another Verb, ἔθει κύψας ran with the head down, i.e. at full speed, Ar.Ra.1091 (anap.); ὁμόσ' εἶμι κύψας Id.Ec.863; ἐς τὴν γῆν κύψασα κάτω βαδίζει Id.Fr.395; κύψας ἐσθίει eats stooping, i.e. greedily, Id.Pax33; sens. obsc., Hippon.22 Diehl.    2 hang the head from shame, οὗτος, τί κύπτεις; Ar.Eq.1354, Th.930; or sorrow, Amphis 30.6, Euphro 1.27, or thought, Epicr.11.21, 23 (anap.).    3 bow down under a burden, D.18.323.    4 κύψαι, = ἀπάγξασθαι, Archil.35, cf. Phot.    5 of animals, to be bowed forward, opp. the erect figure of man, Arist.PA657a15; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε horns bent forward, of certain African oxen, Hdt.4.183; ἐπὴν ὁ στόμαχος [τῆς ὑστέρης] ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ Hp. l.c.

German (Pape)

[Seite 1535] (vgl. κυβή, κύβδα, κυφός, cubo), perf. κέκυφα, sich vorwärts neigen, bücken, ducken; ἔλαβεν κύψας ἐκ πεδίοιο Il. 17, 621, vgl. 4, 468. 21, 69; vom Tantalus, ὁσσάκι γὰρ κύψειε γέρων πίνειν μενεαίνων Od. 11, 584; Ar. von Einem, der sich schämt, οὗτος, τί κύπτεις; was hängst du den Kopf? Equ. 1351 (vgl. κύψαντες διεφρόντιζον Epicrat. b. Ath. II, 59 e); ἔθει κύψας Ran. 1089, vgl. Eccl. 863; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν Her. 4, 183; κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Plat. Rep. IX, 568 a; πεφρικὼς καὶ στένων καὶ κύπτων εἰς τὴν γῆν vrbdt Dem. 18, 323; Arist. de part. an. 2, 11, von den Thieren, im Ggstz von ὀρθὸν εἶναι; Sp., wie Plut. Mar. 44; – νῶτα κεκυφότα, ein krummgebogener Rücken, Nonn. – Trans., vorwärts, vornüber beugen, im Ggstz von ἀνορθοῦν, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κύπτω: μέλλ. κύψω: ἀόρ. ἔκυψα: πρκμ. κέκῡφα˙ πρβλ. ἀνα-, ἐπι-, κατα-, παρα-, συγ-, ὑπερ-, ὑπο-κύπτω. (Ἐκ τῆς √ΚΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τοῖς κέκυφα, κυφός, κῦφος, καὶ ἴσως ὑβός˙ πρβλ. Λατ. cub-o, cum-bo, in-cumb-o). Κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, «σκύφτω», πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ’ ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Ἰλ. Δ. 468˙ ἔλαβεν... κύψας ἐκ πεδίοιο Ρ. 621, πρβλ. Φ. 69˙ ὁσσάκι γὰρ κύψειε γέρων πίνειν μενεαίνων κτλ. Ὀδ. Λ. 585˙ κ. ἐς τὴν γῆν Ἡρόδ. 3. 14, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 349˙ κ. κάτω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 279˙ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Πλάτ. Πολ. 586Α˙ χαμᾶζε Πλουτ. Ἀντών. 45˙ συχνάκις κατ’ ἀόρ. μετοχ. μετ’ ἄλλου ῥήμ., θέει κύψας, τρέχει μὲ τὴν κεφαλὴν κεκυφυῖαν, δηλ. μετὰ μεγίστης ταχύτητος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1091˙ οὕτως, ὁμόσ’ εἶμι κύψας ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 863˙ ἐς τὴν γῆν κύψασα κάτω βαδίζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 349˙ κύψας ἐσθίει, τρώγει «σκυφτά», δηλ. ἀπλήστως, ἀδηφάγως, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 33˙ κύψαντες διεφρόντιζον Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 23. 2) καταβιβάζω τὴν κεφαλὴν ἐξ αἰσχύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θεσμ. 930˙ ἢ ἐκ θλίψεως, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6˙ ἢ ἕνεκα σκέψεων, Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 21. 3) κάμπτομαι ὑπὸ φορτίον τι, Δημ. 332, 12. 4) παρ’ Ἀρχιλ. 32, κῦψαι = ἀπάγξασθαι, πρβλ. Ἡσύχ., Φωτ. 5) ἐπὶ ζῴων, εἶμαι κεκυφὼς πρὸς τὰ ἐμπρός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 11˙ οὕτω, κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν, κέρατα κεκαμμένα πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπί τινων Ἀφρικανικῶν βοῶν, Ἡρόδ. 4. 183˙ ἐπὴν ὁ στόμαχος τῆς ὑστέρης κεκύφῃ Ἱππ. 677. 33. ΙΙ. μεταβ., κλίνω τι πρὸς τὰ ἐμπρός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.

French (Bailly abrégé)

f. réc. κύψω, ao. ἔκυψα, pf. κέκυφα;
1 se baisser en avant : κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν HDT cornes penchées en avant en parl. de certains bœufs africains;
2 baisser la tête ou les yeux par honte, par pudeur, etc.
Étymologie: R. Κυφ, être courbé.

English (Autenrieth)

aor. opt. κύψει(ε), part. κύψᾶς: bend the head, bow down. (Il. and Od. 11.585.)