ληνός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Dor. λᾱνός Theoc.7.25, IG14.150.5 (Syracuse): ἡ:—
A anything shaped like a tub or trough, Hp.Mochl.38; esp. 1 winevat in which the grapes are pressed, PCair.Zen.300.15 (iii B.C.), Theoc.7.25, 25.28, D.S.3.63. 2 trough, for watering cattle, watering-place for them, h.Merc.104, LXX Ge.30.38,41. 3 = κάρδοπος, kneading-trough, Men.116. 4 socket into which the mast fitted, = ἱστοπέδη, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.474f, Poll.1.91. 5 coffin, Pherecr.5, CIG1979, al. (Thessalonica), IGl.c. 6 part of the brain, the meeting-point of the sinuses of the dura mater, still called torcular Herophili, Herophil. ap. Gal.2.712, cf. UP9.6. 7 hollow of a chariot, Hsch. (pl.). 8 in pl., the lower parts of the nose, Poll.2.80.
German (Pape)
[Seite 40] ἡ, auch ὁ, alles kusen-, wannenförmige; – a) der Trog zum Tränken des Viehes, H. h. Merc. 104, Philostr. u. a. – b) gew. die Kufe, in welche die zu kelternden Weintrauben geworfen werden, Kelter, nach B. A. 277 γεωργικὸν σκεῦος, ἀγγεῖον δεκτικὸν οἴνου ξύλινον, ib. 71 αἷς τοὺς βότρυς πατοῦσιν; Theocr. 25, 28 u. öfter, wie in der Anth.; D. Sic. 3, 63 u. sonst in Prosa. – c) der Sarg, B. A. 51; vgl. Poll. 10, 150 u. daselbst Phereer. – d) Backtrog, Men. Poll. 7, 22. – e) nach Ath. XI, 474 f der Stand, in den der Mastbaum mit seinem unteren Ende eingefügt wird; vgl. Poll. 1, 91. – Nach Hesych. auch der Kutschensitzkasten. – Bei Poll. 2, 80 der untere Theil der Nasenspitze.
Greek (Liddell-Scott)
ληνός: Δωρ. λᾱνός, οῦ, ἡ, ὡς τὸ Λατ. lacus, alveus πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα κάδου ἢ σκάφης, Ἱππ. Μοχλ. 865· κυρίως, 1) ὡς καὶ νῦν, ὁ ληνός, τὸ «πατητῆρι», Θεόκρ. 7. 25., 25. 28, Διόδ. 3. 63. 2) σκάφη πρὸς πότισιν κτηνῶν, «ποτίστρα», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 104, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 38, 41). 3) = κάρδοπος, σκάφη τοῦ ζυμώματος, Μένανδρος ἐν «Δημιουργῷ» 3. 4) τὸ μέρος τὸ ὑποδεχόμενον τὸν ἱστὸν πλοίου, ἱστοθήκη, ὃ ἀλλαχοῦ ὀνομάζεται ἱστοπέδη καὶ ἱστοδόκη, «τοῦ ἱστοῦ τὸ μὲν κατωτάτω πτέρνα καλεῖται, ἣ ἐμπίπτει εἰς τὸν ληνὸν» Ἀθήν. 474F (ἔνθα εἶναι ἀρσεν.), Πολυδ. Α΄, 91. 5) σορός, νεκροθήκη, Φερεκράτης ἐν «Ἀγρίοις» 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 1979, -81, -93· πρβλ. Bentl. Corresp. σ. 287. 6) μέρος τι τοῦ ἐγκεφάλου, πιθαν. τὸ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον «ληνὸς Ἡροφίλου», torcular Herophili, Ἡρόφιλος παρὰ Γαλην. 2. 712. 7) ἡ κοιλότης ἁρματίου δίφρου, Ἡσύχ. 8) ἐν τῷ πληθ., τὸ κατώτερον μέρος τῆς ῥινός, Πολυδ. Β΄, 80. 9) κατὰ τὸν Σουΐδ. «ληνὸς καὶ προλήνιον αἱ ἐκκλησίαι παρὰ τῷ Δαβὶδ (Ψαλμ. Η΄, 1)» - «ληνοβάται οἱ ἱερεῖς».
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
objet creux, particul.
1 cuve de pressoir ; pressoir;
2 auge pour faire boire le bétail;
3 huche, pétrin;
4 cercueil;
5 cavité où s’emboîte le mât d’un vaisseau;
6 cavité dans la boîte crânienne.
Étymologie: DELG étym. ignorée.