μαστίζω
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
Nonn.D.2.645, Dor. μαστ-ίσδω Theoc.7.108: Ep. aor.
A μάστιξα Il.5.768:—Pass., aor. ἐμαστίχθην v.l. in Hdt.1.114; part. μαστιχθείς AP9.348 (Leon. Alex.): (μάστιξ):—whip, flog, μάστιξεν δ' ἵππους Il.l.c., etc.; τυ . . ὑπὸ . . ὤμους μαστίσδοιεν (v. supr.) Theoc. l.c.: c. inf., μάστιξεν δ' ἐλάαν whipped them on or forward, Il.5.366, Od.6.82, etc.: metaph., ἵνα . . σε πολλοὶ μαστίξωσι λόγοις Epigr.Gr. 303.5 (Smyrna). 2 stimulate the bowels, Steph. in Hp.2.311 D.:— Pass., ib.312 D.—Ep. word, used twice in Com., Eup.72, Alex.133.5, also in LXX Nu. 22.25, Wi.5.11 (Pass.); and in late Prose, Plu.Alex. 42, Luc.Pr.Im.24, etc.; the Att. form being μαστιγόω.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίζω: ὁ ἐν. πρῶτον παρὰ Θεοκρ., Ἐπικ. ἀόρ. μάστιξα Ὅμ.· μετοχ. ἀορ. παθ. μαστιχθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 384 (μάστιξ). Κτυπῶ διὰ μάστιγος, μαστίζω, κτυπῶ μάστιξε δ’ ἵππους Ἰλ. Ε. 768, κτλ.· ὤμους μαστίσδοιεν (Δωρ. ἀντὶ -ίζοιεν) Θεόκρ. 7. 108· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μάστιξεν δ’ ἐλάαν, τοὺς ἐκτύπησε (διὰ τῆς μάστιγος) [διὰ] νὰ δράμωσι, νὰ προχωρήσωσι, «νὰ τραβήξουν ἐμπρός», Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Ζ. 82, κτλ. - Ὡς τὸ μαστιάω, μαστίω, λέξ. Ἐπικὴ δὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 15, Ἄλεξ. ἐν «Λεύκῃ» 1, 5), καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Ἀλεξ. 42, Λουκ. Εἰκ. 24, κτλ., - ὁ δὲ Ἀττ. τύπος εἶναι: μαστιγόω.
French (Bailly abrégé)
f. μαστίξω, ao. ἐμάστιξα, pf. inus.
fouetter, acc. : μάστιξεν δ’ ἐλάαν IL, OD il fouetta (les chevaux) pour les lancer en avant.
Étymologie: μάστιξ.