κλαυθμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Il.24.717, Od.4.212,801, 17.8, A.Ag.1554 (pl., lyr.), Hdt. 1.111, 3.14, etc.;
A κλαυθμοὶ παίδων Arist.Pol.1336a35, cf. LXX Ge.45.2, al., Ev.Matt.8.12, Plu.Rom.19; κ. μετὰ δακρύων D.S.32.6.
German (Pape)
[Seite 1446] ὁ, das Weinen, Wehklagen; Il. 24, 717; Od. öfters; παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε Od. 21, 228; καὶ στοναχή Od. 22, 501; καταθάψωμεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν Aesch. Ag. 1533; auch in Prosa, παίδων Arist. polit. 7, 17; Plut. Pericl. 36.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυθμός: ὁ, (κλαίω) κλαῦμα, θρῆνος, Ἰλ. Ω. 717, Ὀδ. Δ. 212, 801., Ρ. 8, κτλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1554· καὶ παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, κλαυθμοὶ παίδων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 6· κλ. μετὰ δακρύων Διόδ. 32. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: κλαίω.