ἀνακαίνωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ἀνακαίνισις, Ep.Rom.12.2, Tit.3.5.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, die Erneuerung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιβ΄, 2, πρὸς Τίτ. γ΄, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
renouvellement NT.
Étymologie: ἀνακαινόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
renovación μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινῶσει τοῦ νοός Ep.Rom.12.2, ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ ... ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου Ep.Tit.3.5, τῶν πνευμάτων ὑμῶν Herm.Vis.3.8.9, τοῦ παντός Origenes Cels.4.21, ref. al NT ἡ ... παράδοσις ... κατὰ τὴν ἀνακαίνωσιν τοῦ βιβλίου Clem.Al.Strom.6.15.131.