μαρτυρία

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρτῠρία Medium diacritics: μαρτυρία Low diacritics: μαρτυρία Capitals: ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Transliteration A: martyría Transliteration B: martyria Transliteration C: martyria Beta Code: marturi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A testimony, Διονύσου μαρτυρίῃσι Od.11.325, cf. Hes.Op.282 (pl.): freq. both sg. and pl., μ. τινός his evidence, Antipho 2.2.7; μ. παρέχεσθαι Pl.Smp.179b; εἰς μ. κληθῆναι Id.Lg.937a; μαρτυριῶν ἀπέχεσθαι to refuse to give evidence, Ar.Eq.1316; ἐμβάλλεσθαι μ. ψευδῆ D.54.31; γράφειν μ. τινί serve him with a subpoena, Aeschin. 1.45; μ. ἔχειν παρά τινων ἔκ τινων Arist.Pol.1338a36: in non-legal sense, commendation, πάσης μ. ἐπιτήδειον (in sense of ἄξιον) SIG1073.17 (Olympia, ii A.D.): in pl., demonstrations of favour, POxy.41.18 (iii/iv A.D.).    II Astrol., aspect, Vett. Val.5.5, Gal. 19.532, Man. 1.124, Procl.Par.Ptol.255.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτῠρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, «μαρτυρία», ὁμολογία, «κατάθεσις», Διονύσου μαρτυρίῃσιν Ὀδ. Λ. 325, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ἔν τε τῷ ἑνικ. καὶ ἐν τῷ πληθ., μ. τινὸς Ἀντιφῶν 117. 9· μ. παρέχεσθαι ὁ αὐτ. 132. 9, Πλάτ. Συμπ. 179Β· εἰς μ. κληθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 937A· μαρτυριῶν ἀπέχομαι, ἀρνοῦμαι νὰ δώσω μαρτυρίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1316· ψευδῆ μ. ἐμβάλλεσθαι Δημ. 1266. 16· γράφειν μ. τινί, κλητεύειν τινὰ εἰς μαρτυρίαν, Αἰσχίν. 7. 12 καὶ 24· μ. ἔχειν ἔκ τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 11. Πρβλ. μαρτυρέω ἐν τέλ. 2) = μαρτύριον, Μαρτύρ. Πολυκάρπ. 1029A, κ. ἀλλ., Εὐσ. ΙΙ, 137A, κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
déposition d’un témoin, témoignage.
Étymologie: μάρτυς.

English (Strong)

from μάρτυς; evidence given (judicially or genitive case): record, report, testimony, witness.