συκοφαντέω

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντέω Medium diacritics: συκοφαντέω Low diacritics: συκοφαντέω Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΩ
Transliteration A: sykophantéō Transliteration B: sykophanteō Transliteration C: sykofanteo Beta Code: sukofante/w

English (LSJ)

   A to be a συκοφάντης 1, παππῷος ὁ βίος συκοφαντεῖν ἐστί μοι Ar.Av.1452, cf. Ach.828, Ec.562, al., Lys.22.1, Isoc.15.23, 21.5, al., D.53.1, 55.1, al., Men.Epit.1, al.; ς κατ' ἀγοράν Diph.32.16: c. acc. pers., prosecute vexatiously, blackmail, συκοφαντεῖς τοὺς ξένους; Ar. Av.1431, cf. V.1096 (lyr.); τοὺς συμμάχους Isoc.15.318; ἑτέρους ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43; σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol. 1304b22, cf. Lys.19.9 (Pass.); συκοφαντοῦμαι νῦν ὑπ' αὐτῶν ἀδίκως Id.Fr.43, cf.X.Oec.11.21, Thphr.Char.23.4; ἰδόντες . . σε ὑπὸ Δημέου συκοφαντούμενον PMich.Zen.57.2 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.212.4, 628.3 (iii B.C.), CPR232.3 (ii/iii A.D.); freq. of blackmail by officials, PTeb. 43.26, 789.21 (ii B.C.), UPZ112i4, 113.10,16 (ii B.C.); συκοφαντῆσαι ἡμᾶς καὶ διασεῖσαι BGU1756.11 (i B.C.); μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Ev.Luc.3.14, cf. CPR238.6 (ii A.D.), PFlor.382.57 (iii A.D.); τοῦ συκοφαντῆσαι ἡμᾶς to seek occasion against us, oppress us, LXX Ge.43.18; ὁ συκοφαντῶν πένητα ib.Pr.14.31; accuse falsely, ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου that is a false charge brought against Hector by Homer, Philostr.Her.12b; κύριε Γάϊε, συκοφαντούμεθα Ph.2.598, cf. 1.145, D.C.38.28, al.: c. acc. et gen., τὸν θεὸν ὀλιγωρίας Ael.Fr.40: c. acc. rei, denounce as contraband, Μεγαρέων τὰ χλανίσκια Ar.Ach.519; extort by false charges or threats, τριάκοντα μνᾶς Lys.26.24; εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν Ev.Luc.19.8: abs., Isoc.18.10.    2 criticize in a pettifogging way, τοὺς ποιητάς Arist.Po.1456a5, cf. D.H.Th.52, Dem.34, D.S.26.1; lay verbal traps for one, τὸν ῥήτορα βουλόμενος δικαίως ἐξετάζειν καὶ μὴ σ. D.18.232; σ. Θρασύμαχον Pl.R.341c; ὑποσκελίζειν καὶ σ. D.18.138: c. acc. rei, quibble about, μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει ib.192; σ. τὸ πρᾶγμα Id.23.61, D.H.Dem.25; carp at, stint, τὸν ἐπὶ τοῖς καλλίστοις ἔργοις ἔπαινον D.S.4.8: abs., quibble, Pl.R.341b, Arist.Top.139b26, 157a32, D.20.62.    II = κνίζω ἐρωτικῶς, Pl.Com. 255, Men.1071.

German (Pape)

[Seite 973] ein συκοφάντης sein, falsch anklagen, verleumden, chikaniren, τινά, Ar. Ach. 493 Av. 1431; Plat. Rep. I, 341 b; Xen. Mem. 2, 9, 5; Aesch. 1, 20 u. sonst; auch pass., οἱ σεσυκοφαντημένοι, Dem. 25, 83; Lys. 19, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντέω: (συκοφάντης). 1) μετ’ αἰτιατ. προσώπ., ὡς καὶ νῦν, συκοφαντῶ, κατηγορῶ ψευδῶς, διαβάλλω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 519, Σφ. 1096, Ὄρν. 1431, Πλάτ., κλπ.· συκ. καὶ σείειν τινά Ἀντιφῶν 146. 22· σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1· πρβλ. συκοφάντης. ― Παθ., ψευδῶς κατηγοροῦμαι, διαβάλλομαι, συκοφαντοῦμαι Λυσί. 152. 36, Ξεν., κλπ.· ὑπό τινος συκοφαντοῦμαι Λυσί. Ἀποσπ. 26. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., παριστάνω ψευδῶς, κακῶς παριστάνω, Δημ. 639. 17· ― ἀλλά, σ. τριάκοντα μνᾶς, λαμβάνω αὐτὰς διὰ ψευδῶν κατηγοριῶν, Λυσί. 177. 32 εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα Εὐαγγ κ. Λουκ. ιθ΄, 8. 3) ἀπολ., ἀσχολοῦμαι εἰς συκοφαντίας, εἰς ψευδεῖς κατηγορίας ἢ διαβολάς, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1452, Πλάτ. Πολ. 341Β, Λυσί. 164. 15· συκοφαντῶν κατ’ ἀγορὰν Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 16· καθόλου, ψευδολογῶ, ψευδῆ γνώμην ἢ συμβουλὴν παρέχω, Δημ. 475. 26. ΙΙ. σκέπτομαι ὡς συκοφάντης, συζητῶ σοφιστικῶς, Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 1., 8. 2, 2· πρβλ. συκοφάντημα ΙΙ, συκοφαντία ΙΙ. ΙΙΙ. = κνίζω ἐρωτικῶς, Meineke εἰς Πλάτ. Κωμικ. Ἄδηλα 36, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 439. IV. συκοφαντητέον ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παραπονεθῇ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1044.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
calomnier, accuser faussement, acc..
Étymologie: συκοφάντης.

English (Strong)

from a compound of σῦκον and a derivative of φαίνω; to be a fig-informer (reporter of the law forbidding the exportation of figs from Greece), "sycophant", i.e. (genitive and by extension) to defraud (exact unlawfully, extort): accuse falsely, take by false accusation.