πλεονέκτης

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονέκτης Medium diacritics: πλεονέκτης Low diacritics: πλεονέκτης Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΣ
Transliteration A: pleonéktēs Transliteration B: pleonektēs Transliteration C: pleonektis Beta Code: pleone/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ὁ πλέον ἔχων, one who has or claims more than his due, greedy, grasping, Th.1.40, etc.: as Adj. λόγος π. a greedy, arrogant speech, Hdt.7.158: Sup. πλεονεκτίστατος X.Mem.1.2.12.    2 ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων making gain from their losses, Id.Cyr.1.6.27.    3 metaph. in Math., of τὸ ὑπερτελές, Iamb.in Nic.p.32 P.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ βίαιος, Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ δημαγωγικός, Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, λόγος, Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν πλείω τῶν ὅσα δικαιοῦται, ἄπληστος, ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., λόγος πλ., λόγος ἄπληστος, ἀλαζονικός, Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ κλεπτίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui cherche à avoir plus que les autres ou plus qu’il ne doit :
1 cupide, ambitieux ; arrogant;
2 qui profite de ses avantages sur, gén.
Sp. πλεονεκτίστατος.
Étymologie: πλεονεκτέω.

English (Strong)

from πλείων and ἔχω; holding (desiring) more, i.e. eager for gain (avaricious, hence a defrauder): covetous.