ἀφροσύνη

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφροσύνη Medium diacritics: ἀφροσύνη Low diacritics: αφροσύνη Capitals: ΑΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aphrosýnē Transliteration B: aphrosynē Transliteration C: afrosyni Beta Code: a)frosu/nh

English (LSJ)

ἡ, (ἄφρων)

   A folly, thoughtlessness, freq. in pl., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278: in sg., οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Il.7.110, cf. Democr.254, Hdt.3.146, 9.82; κοῦφαι ἀ. S.OC1230 (lyr.); καταφρόνησιν ἢ . . ἀ. μετωνόμασται Th.1.122; opp. σωφροσύνη and σοφία, Pl.Prt.332e; συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN1146a27.

German (Pape)

[Seite 415] ἡ, Unvernunft, Thorheit, von Hom. an überall, auch im plur., Od. 16, 278. Bei Plat. theils der σωφροσύνη, theils der σοφία entgeggstzt, Prot. 332 e. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 41 = die Besinnungslosigkeit des Rausches.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροσύνη: [ῠ], ἡ, (ἄφρων) ἔλλειψις φρονήσεως, ἀνοησία, ἀπερισκεψία, μωρία, Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ σωφροσύνησοφία, Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
démence, folie ; αἱ ἀφροσύναι actes de folies, paroles ou actions déraisonnables.
Étymologie: ἄφρων.

English (Autenrieth)

folly; pl., foolish behavior.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. -α B.15.57, E.Ba.387, Aesara p.51, etc.
1 en sent. abstr. insensatez, locura οὐδέ τί σε χρὴ ... ἀφροσύνης Il.7.110, τὴν (τοῦ Μήδου) ἀφροσύνην δέξαι Hdt.9.82, cf. 3.146, οὐ ... σε ... ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες S.Ant.383, οἱ κακοὶ ... ἀφροσύνης καὶ θράσεος πίμπλανται Democr.B 254, Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ' ἐμῆς; E.Ba.1301, cf. Tr.990, IA 1430, ἐπίδειξις τῆς τῶν πολλῶν ἀφροσύνης Hp.Vict.1.24, καταφρόνησιν ... ἣ ... ἀ. μετωνόμασται Th.1.122, cf. X.Mem.1.4.8, op. σωφροσύνη y σοφία Pl.Prt.332e, καθαροὶ ... τῆς τοῦ σώματος ἀφροσύνης Pl.Phd.67a, μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν Pl.Ti.71e, συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN 1146a27, περὶ ... τῆς ἀφροσύνης ... ἐρῶ Diog.Oen.32.1.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.21, ἀ. καὶ ἀταξία περὶ τὰν ψυχάν Aesara l.c., ἐν ἀφροσύνῃ λέγω estoy hablando con desatino 2Ep.Cor.11.21, cf. 11.1, 17
en plu. actos de insensatez παῖδας καταπαύεμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278, κούφας ἀφροσύνας φέρον S.OC 1230, ἁ (Ὕβρις) κέρδεσσι καὶ ἀφροσύναις θάλλουσ' B.l.c.
2 desmesura, jactancia μὴ ταπεινωθῇς ἐν ἀφροσύνῃ σου LXX Si.13.8, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀ. Eu.Marc.7.22.

English (Strong)

from ἄφρων; senselessness, i.e. (euphemistically) egotism; (morally) recklessness: folly, foolishly(-ness).