περπερεύομαι
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
A boast, brag, 1 Ep.Cor.13.4, M.Ant.5.5.
German (Pape)
[Seite 603] ein πέρπερος sein, wie ein πέρπερος reden, handeln, d. i. windbeuteln, großprahlen, aufschneiden, sich womit brüsten, lügen, wie ἀλαζονεύομαι, Sp., N. T., wo es προπετεύεται, καλλωπίζεται erklärt wird.
French (Bailly abrégé)
être léger, frivole, étourdi.
Étymologie: πέρπερος.
English (Strong)
middle voice from perperos (braggart; perhaps by reduplication of the base of πέραν); to boast: vaunt itself.