ἀλλάξ
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
Adv.
A = ἐνηλλαγμένως, Hsch.
German (Pape)
[Seite 102] wechselsweis, Empedocl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλάξ: ἐπίρρ. = ἐναλλάξ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957 (πιθ. γραφ.), «ἐνηλλαγμένως», Ἡσύχ., ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλ. σ. 27.
Spanish (DGE)
adv. al revés Hsch.