άκαμπτος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκαμπτος, -ον) καμπτός
1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει
«ἄκαμπτος κλάδος»
2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος
«άκαμπτη αποφασιστικότητα»
«ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72)
3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί σε καλοπιάσματα, κολακείες ή πιέσεις
«άκαμπτος δικαστής»
αρχ.
απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός
«... ἄκαμπτον,... ἀνόστητον χῶρον... ἐνέρων» (Αντίπατρος, Ανθ. Παλ. 7.467).