ανεπηρέαστος
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπηρέαστος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) μη επηρεαζόμενος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, χωρίς προκατάληψη
2. (για πράγματα) αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
αβλαβής.