ἀναφλεγμαίνω
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
A inflame, Plu.Ant.82, cf. Gal.18(1).73.
German (Pape)
[Seite 213] durch Entzündung anschwellen, Plut. Ant. 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφλεγμαίνω: μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνεφλέγμηνα;
s’enflammer, être enflammé.
Étymologie: ἀνά, φλεγμαίνω.
Spanish (DGE)
inflamarse ἔλκεα Hp.Vlc.27, cf. 24, Gal.18(1).73, τὰ στέρνα Plu.Ant.82
•fig. v. med. διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγμαινομένης Iul.Or.3.83c.
Greek Monolingual
(Α ἀναφλεγμαίνω)
1. παθαίνω φλεγμονή, φλογίζομαι
2. (μτβ.) εξάπτω, φλογίζω.