βράκα

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

(I)
η (AM βράκα)
μσν.- νεοελλ.
ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους
αρχ.
περισκελίδες, παντελόνια των Κελτών και άλλων βαρβάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στην αρχ. Ελληνική απαντά ο πληθ. βράκαι, που αποτελεί δάνειο γαλατικής προελεύσεως που εισήχθη επίσης στη Λατινική με τον τ. bracae].———————— (II)
η
μεγάλο βρακί αντρικό ή γυναικείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του βρακί].