ἀνήθινος
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
η, ον,
A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.
German (Pape)
[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 d’aneth;
2 parfumé d’aneth.
Étymologie: ἄνηθον.
Spanish (DGE)
(ἀνήθῐνος) -η, -ον
• Alolema(s): ἀνήτινος Theoc.7.63
de eneldo στέφανος Theoc.l.c., μύρον Dsc.1.51, cf. Aret.CA 1.2.5, Tz.Comm.Ar.1.165.10
•sazonado con eneldo οἶνος Dsc.5.65.
Greek Monolingual
ἀνήθινος και ἀνήτινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα).