γκαρίζω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
(Α ὀγκῶμαι)
1. (για γαϊδούρια) φωνάζω
2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες
3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» — μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή του αρχικού φωνήεντος < αρχ. ογκώμαι ή γκαρίζω < αρχ. γαρύω «φωνάζω»].