σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
γυμνοδερκοῡμαι (-έομαι) (Α)εμφανίζομαι γυμνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + (θ.) δερκ- τοῡ ρ. δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].