δίωρος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ὅρος)
A having two boundary stones, λόφος Schwyzer 664.20 (Orchom. Arc., iv B. C.). II δίωρον· ἀσύμφωνον, οἱ δὲ ἀνόμοιον, διάφωνον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
que sirve de mojón o línea divisoria, que es la linde λόφος Schwyzer 664.20 (Orcómeno IV a.C.), cf. δίορος, δίσορος.
-ον
1 de dos tiempos, desacordado Hsch.
2 astrol., subst. τὸ δ. doble hora Vett.Val.365.21, 27, 366.11.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM δίωρος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί δύο ώρες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίωρο
χρονικό διάστημα δύο ωρών.———————— (II)
δίωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο οροθετικούς λίθους.