ελεημοσύνη
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
η (AM ἐλεημοσύνη)
1. συμπαράσταση προς τους πάσχοντες, ευσπλαγχνία
2. χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες
μσν.- νεοελλ.
επιείκεια, μετριοπάθεια
μσν.
κατανόηση.