ψιλούρα
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
η, Ν
1. τα ψιλά γράμματα
2. κέρματα μικρής αξίας, ψιλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καψ-ούρα)].