ψιλόδορος

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

German (Pape)

[Seite 1399] glatthäutig, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -δορος (< δορά) πρβλ. νεό-δορος].