ενημερώνω
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
Greek Monolingual
(AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, -όω) ενήμερος
καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τον κατατοπίζω, τον προσανατολίζω
(«δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα του υπουργείου από τον προκάτοχό του»).