κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
-α, -οαυτός που ζει κατά αγέλες, κοπαδιαστά, ομαδικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγέλη + βίος.