επικαρπούμαι
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
Greek Monolingual
-όομαι και ἐπικαρπώνομαι
1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος
2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»].