ἐπιγαμία
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ἡ,
A additional marriage, Ath.13.560c. 2. connexion by marriage, J.AJ17.1.1, al.; πρός τινα Id.BJ1.12.13. II. right of intermarriage between states, ἐπιγαμίας . . καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας X.Cyr.3.2.23; Ἀθαναίοις δόμεν ἐπιγαμίαν Decr.Byz. ap. D.18.91, cf. GDI5040 (Hierapytna), Wilcken Chr.27 (ii A.D.). b. = Lat. conubium, BGU265.7 (ii A.D.), etc.: generally, intermarriage, mostly pl., ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι Hdt.2.147; ἀλλήλοις X.Cyr.1.5.3, cf. Decr. ap.D.18.187 (sg.); Εὐβοεῦσιν Lys.34.3; παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19; πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1280b16, Str.5.3.4; ἐπιγαμίαις χρῆσθαι Arist. Pol.1280b36.
German (Pape)
[Seite 931] ἡ, 1) die Nachheirath, zweite Heirath, Ath. XIII, 560 c. – 2) gewöhnl. der Vertrag zweier Staaten, der den beiderseitigen Bürgern aus dem andern eine Frau zu nehmen erlaubt, connubium, ἐπιγαμίαν ποιήσασθαι Xen. Cyr. 1, 5, 3; neben ἐπεργασία 3, 2, 23; οἱ τῶν ἐπιγαμιῶν δεσμοί Plat. Polit. 310 b; τοῖς Εὐβοιεῦσι Lys. 34, 5; πρός τινα, LXX; ἐπιγαμίαι ἦσαν πρὸς ἀλλήλους Strab. V, 231.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγᾰμία: ἡ, τὸ λαμβάνειν καὶ δευτέραν γυναῖκα ζώσης τῆς πρώτης, διὰ τὴν Ἰόλης ἐπιγαμίαν Ἀθήν. 560C. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. connubium = jus connubii, δικαίωμα ἀπορρέον ἐκ συνθήκης δύο πολιτειῶν καθ’ ἣν ἐπιτρέπεται νὰ λαμβάνωσιν οἱ πολῖται ἑκατέρων ἀμοιβαίως γυναῖκας ἀπ’ ἀλλήλων, ἐπιγαμίας… καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23· Ἀθηναίοις δόμεν ἐπιγαμίαν Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 6, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 66, 2556. 13:- καθόλου, τὸ ἀμοιβαίως λαμβάνειν καὶ διδόναι γυναῖκας, ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 147. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3. πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 291. 4· τινι Λύσ. 920. 1· παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 10, Στράβ. 231· ἐπιγαμίαις χρῆσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 13.- Πρβλ. ἐπεργασία.- Καθ’ Ἡσύχ.: «συγγένεια. ἢ τὸ παρ’ ἀλλήλων ἄγεσθαι».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit de mariage entre personnes de deux cités différentes ; mariage de ce genre.
Étymologie: ἐπίγαμος.
Greek Monolingual
η (AM επιγαμία) επίγαμος
1. συγγένεια από γάμο, εξ αγχιστείας
2. ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικών τάξεων, φυλών, κρατών κ.λπ.
μσν.
ο γάμος ως επί πλέον συγγενικός δεσμός σε άλλους που προϋπάρχουν
αρχ.
δεύτερος γάμος.