ἰσχυρογνωμοσύνη

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρογνωμοσύνη Medium diacritics: ἰσχυρογνωμοσύνη Low diacritics: ισχυρογνωμοσύνη Capitals: ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: ischyrognōmosýnē Transliteration B: ischyrognōmosynē Transliteration C: ischyrognomosyni Beta Code: i)sxurognwmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A obstinacy, Ph.1.653, J.Ap.1.22.

German (Pape)

[Seite 1273] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.