τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
και καλοχάραχτος, -η, -ο (Μ καλοχάραγος, -ον)(για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία χαρακτηριστικά, όμορφοςνεοελλ.αυτός που έχει χαραχθεί καλά, καλοχαραγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + χαράσσω.